-
1 καταντλέω
A pour water or liquid down one's throat, Alex.85; pour over, εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν ([ per.] 3pl. [tense] impf.) PSI 3.168 (ii A.D.): metaph., pour a flood of words over,ταῦτά τινος Ar. V. 483
;κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων Pl.R. 344d
; φιλοσοφίας γέλωτα κ. ib. 536b; τὰ ποιήματα ημῶν κ. Id.Ly. 204d:—[voice] Pass., metaph.,- ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις LXX 4 Ma.7.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντλέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский